συμμαθητῇ

συμμαθητῇ
συμμαθητής
fellow-disciple
masc dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συμμαθητεία — η, Ν [συμμαθητεύω] 1. η ιδιότητα τού συμμαθητή, το να είναι κανείς συμμαθητής κάποιου 2. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο είναι κανείς συμμαθητής κάποιου …   Dictionary of Greek

  • τιμόθεος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ποιητής και μουσικός από τη Μίλητο (447 357 π.Χ.). Λέγεται πως εισήγαγε τεχνικούς νεωτερισμούς στη μουσική, αυξάνοντας τον αριθμό των χορδών στη λύρα. Απόσπασμα μιας μονωδίας του Τ. με τον τίτλο Πέρσαι βρέθηκε το… …   Dictionary of Greek

  • Άμμων — I Αιγυπτιακή θεότητα, το όνομα της οποίας σημαίνει ο κρυμμένος. Αρχικά ήταν ένας από τους οκτώ βασικούς θεούς που λάτρευε το ιερατείο της Ερμούπολης. Μετά τη μετατόπιση του κέντρου λατρείας του στις Θήβες, την εποχή της 11ης δυναστείας, και την… …   Dictionary of Greek

  • Αμπού Γιουσούφ Γιακούμπ, αλ-Ανσαρί — (731 – 798). Άραβας νομομαθής. Μαζί με τον δάσκαλό του Αμπού Χανίφα ιμπν Ταμπίτ και τον συμμαθητή του Μουχάμαντ αλ Σαϊμπάνι θεμελίωσε τη λεγόμενη Χανιφιτική Σχολή του Δικαίου. Είναι ίσως ο πρώτος μουσουλμάνος νομομαθής που καταπιάστηκε με τη… …   Dictionary of Greek

  • Αρίστων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Σπάρτης (6ος αι. π.Χ.). Συμβασίλεψε με τον Αγιάδη Αναξανδρίδα. Βασίλεψε περίπου 40 χρόνια και νίκησε τους Τεγεάτες. 2. Κυρηναίος πολιτικός (τέλη 5ου – αρχές 4ου αι. π.Χ.). Ηγέτης της δημοκρατικής μερίδας… …   Dictionary of Greek

  • Ηρακλάς — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιατρός (2ος αι. μ.Χ.). Για την προσωπικότητα και το έργο του υπάρχουν ελάχιστες πληροφορίες. Ορισμένα αποσπάσματα από διάφορες εργασίες του διασώθηκαν από τον Ορειβάσιο. 2. Επίσκοπος Αλεξανδρείας (3ος αι. μ.Χ.). Ήταν …   Dictionary of Greek

  • Μανέ, Εντουάρ — (Edouard Manet, Παρίσι 1832 – 1883). Γάλλος ζωγράφος. Ο πατέρας του ήταν ένας ευκατάστατος ανώτερος δικαστικός, ο οποίος επιθυμούσε να ακολουθήσει ο γιος του τη δική του σταδιοδρομία, παρά την καλλιτεχνική κλίση του. Το 1848 ο νεαρός Μ., για να… …   Dictionary of Greek

  • Μίλτον, Τζον — (John Milton, Λονδίνο 1608 – 1674). Άγγλος ποιητής. Φοίτησε στο Christ’s College του Κέιμπριτζ, από όπου έλαβε το πτυχίο του το 1629 και τρία χρόνια αργότερα ολοκλήρωσε και τις μεταπτυχιακές του σπουδές. Αποσύρθηκε στη συνέχεια στο εξοχικό σπίτι… …   Dictionary of Greek

  • Σάουμπερτ, Εδουάρδος — (Schaubert). Γερμανός αρχιτέκτονας του 19ου αι. Το 1828 ήρθε στην Ελλάδα από τη Σιλεσΐα και εγκαταστάθηκε αρχικά στην Αίγινα, όπου διορίστηκε μηχανικός του Δημόσιου από τον Ιω. Καποδίστρια. Αργότερα, έπειτα από διαφωνία με τον κυβερνήτη, έφυγε… …   Dictionary of Greek

  • ανταμώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, συναντιέμαι: Χθες αντάμωσα έναν παλιό συμμαθητή μου και τα είπαμε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”